- μηδοπόθεν
- μηδοπόθεν, Adv.A nowhence, SIG484.4 (Delph., iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηδοπόθεν — (Α) επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. ὁπόθεν] … Dictionary of Greek